-όνη — χημ. επίθημα που χρησιμοποιείται στην ονοματολογία τών χημικών ενώσεων και δηλώνει μία κετόνη (πρβλ. οιστρόνη, ακετόνη, πεντανόνη) … Dictionary of Greek
προπιόνη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης διαιθολοκετόνη ή 2 πεντανόνη … Dictionary of Greek